Κάλιαρι — (Cagliari). Πόλη (158.351 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στη Σαρδηνία. Βρίσκεται στο ενδότερο μέρος του ομώνυμου κόλπου, στο ακραίο νότιο τμήμα της Σαρδηνίας. Προστατεύεται σε τρία σημεία από τη θάλασσα και από τους βάλτους του Mολεντάργκιους και της… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Σπάνο, Τζιοβάνι — (Spano). Ιταλός αρχαιολόγος και φιλόσοφος (Πλοάγκε, Σασάρι 1803 Κάλιαρι 1878). Ιερωμένος στον καθεδρικό ναό του Κάλιαρι δίδαξε Αγία Γραφή και ανατολικές γλώσσες στο πανεπιστήμιο του Κάλιαρι. Διορίστηκε διευθυντής των αρχαιοτήτων της Σαρδηνίας και … Dictionary of Greek
Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… … Dictionary of Greek
Αντιφωνάριον — Λειτουργικό βιβλίο της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, στο οποίο περιέχονται ύμνοι, ψαλμοί και άλλα άσματα της λειτουργίας καθώς και η μελωδία τους. Είναι έργο του πάπα της Ρώμης Γρηγορίου A’ (590 604) και γι’ αυτό ονομάζεται επίσης ΓρηγοριανόνΡωμαϊκόν … Dictionary of Greek
Γη Μήτηρ — (Μητέρα Γη). Υπέρτατη γυναικεία θεότητα των αρχαίων γεωργικών πολιτισμών, η οποία εξασφάλιζε τη γονιμότητα των αγρών. Η θρησκευτική ιδέα που ενυπάρχει στη λατρεία της Γ.Μ. βασίζεται στο ότι η γεωργία αποτελεί το θεμέλιο κάθε μορφής πολιτισμού και … Dictionary of Greek
Γκράμσι, Avτόνιo — (Antonio Gramsci, Άλες, Κάλιαρι 1891 – Ρώμη 1937).Ιταλός πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε ιστορία, φιλοσοφία και φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Τορίνο, ίδρυσε το 1919 και διηύθυνε το περιοδικό (και από το 1921 καθημερινή εφημερίδα) Η Νέα Τάξη… … Dictionary of Greek
Κάραλις — Αρχαία πόλη και λιμάνι της Σαρδούς (Σαρδηνίας) που είχε χτιστεί από τους Καρχηδόνιους. Ονομαζόταν και Χάρμις. Ο Παυσανίας αναφέρει πως στις όχθες των πηγών που βρίσκονταν κοντά στην πόλη φύτρωνε ένα δηλητηριώδες αγριοσέλινο, το οποίο προκαλούσε… … Dictionary of Greek
Λαυριακά ή Λαυρεωτικά — Ονομασία του πολιτικού ζητήματος που προέκυψε μετά την πρόταση εθνικοποίησης των εκβολάδων και των σκωριών (σκουριές) του αρχαίου μεταλλείου του Λαυρίου. Τα γεγονότα αυτά συντάραξαν το πανελλήνιο και απασχόλησαν την ελληνική βουλή κατά την… … Dictionary of Greek
νουράγες — Λέξη διαλεκτική της Σαρδηνίας, με την οποία υποδηλώνονται οι χαρακτηριστικοί προϊστορικοί οχυροί πύργοι που είναι διάσπαρτοι σε ολόκληρο το νησί (σώζονται περίπου 7.000). Πρόκειται για κτίσματα συχνά τεράστιων διαστάσεων, χτισμένα με τη… … Dictionary of Greek